θανόντας

θανόντας
θνήσκω
aor part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξεγείρω — (AM ἐξεγείρω) [εγείρω] 1. σηκώνω κάποιον, τόν κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο 2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον») 3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες») 4. ξεσηκώνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”